- μπριτζόλα
- ηβλ. μπριζόλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπριζόλα — και μπριτζόλα, η κομμάτι κρέατος από τα πλευρά βοδιού, μοσχαριού ή χοίρου, το οποίο τρώγεται ψητό ή τηγανητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. brisola < γαλλ. bresolles «φιλέτο μοσχαριού». Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από ιταλ. braciola] … Dictionary of Greek